Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Οι «ΑΓΟΡΕΣ» και οι ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ

Δυο τρία χρόνια τώρα έχει κάνει την εμφάνισή της η λέξη «αγορές» που ακούγεται πλέον καθημερινά δεκάδες φορές. Κυβερνήτες, συγκυβερνήτες, αντικυβερνήτες και δημοσιολογούντες γενικώς χρησιμοποιούν τον όρο σαν να πρόκειται για κάτι το απολύτως δεδομένο, το γενικώς γνωστό.

Ο μέσος άνθρωπος, επειδή βεβαίως καταλαβαίνει ότι στην περίπτωση αυτή κάτι άλλο εννοείται και όχι βέβαια οι αγορές που εκείνος έχει υπόψη του, εισπράττει ίσως κάτι το μεταφυσικό, τρομερό, μεγαλειώδες, μακρινό ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Φαίνεται πως τείνει να επικρατήσει σαν γενική (μέση) αντίληψη ότι αυτές οι «αγορές» είναι που, κατά έναν ακατανόητο τρόπο, ρυθμίζουν την τύχη του πλανήτη ολόκληρου, της Ευρώπης, της Ελλάδας, της δουλειάς και του σπιτιού μας. Και πράγματι αυτή η αίσθηση είναι σωστή.

Τι είναι λοιπόν αυτές οι αγορές;

Σε απλά ελληνικά πρόκειται για τους εμπόρους χρήματος. Πρόκειται για εκείνους που συνήθως οργανωμένοι σε «επενδυτικούς οίκους» πουλάνε χρήμα, μέσω τραπεζών συνήθως. Το πώς βρέθηκε (για την ακρίβεια συσσωρεύτηκε) στην κατοχή τους το χρήμα είναι ένα ξεχωριστό θέμα. Η πράξη πώλησης του χρήματος λέγεται κατά κανόνα «δάνειο» και καμιά φορά επί το ηπιότερον «επένδυση». Αυτό σημαίνει πως οι χρηματέμποροι έχουν αποκλειστικό εμπορικό αντικείμενο τον δανεισμό και αν αυτός (θεωρητικά) εκλείψει τότε θα κλείσουν τα μαγαζιά τους.

Δεν είναι συνήθως ευκρινές το ποια και πόσα φυσικά πρόσωπα μετέχουν σε αυτά τα σχήματα (συνήθως funds), αλλά είναι δεδομένο ότι δεν έχουν εθνική ταυτότητα και δεν υπάγονται σε έλεγχο κάποιας ή κάποιων εθνικών κυβερνήσεων. Σε ένα τέτοιο σχήμα δηλαδή μπορεί να συμμετέχουν Έλληνες, Τούρκοι, Γάλλοι, Αμερικάνοι και Σαουδάραβες αντάμα. Καθεμιά από τις «αγορές» αυτές μπορεί να έχει κεφαλαιακή συγκέντρωση πολύ μεγαλύτερη όχι μόνο από το σύνολο του ελληνικού ΑΕΠ αλλά και από εκείνο χωρών πολύ μεγαλύτερων και περισσότερο αναπτυγμένων.

Οι «αγορές» χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, σαν εργαλείο και τους λεγόμενους «οίκους αξιολόγησης», δηλαδή εταιρείες που κάνουν αξιολόγηση (αποτίμηση) της αξίας επιχειρήσεων ή χωρών, οπότε και ακούμε συνήθως για «αναβάθμιση» ή «υποβάθμιση» αξίας, και άρα πιστοληπτικής ικανότητας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι μέσα από αυτές τις διόλου ευκρινείς αξιολογήσεις μπορούν να καθορίζουν το ύψος των επιτοκίων με το οποίο δανείζουν, δηλαδή να προσδιορίζουν το ποσοστό κέρδους τους. Οι εμπορικές πράξεις των αγορών (χρηματεμπόρων) , δηλαδή τα δάνεια, διεκπεραιώνονται μέσα από το λεγόμενο τραπεζικό σύστημα που τελεί υπό τον ασφυκτικό τους έλεγχο.

Σημαντικό και (θεωρητικά) ανοιχτό ζήτημα είναι αυτό της σχέσης των εθνικών κυβερνήσεων και των συνασπισμένων οικονομικά χωρών με τις αγορές. Στο ζήτημα αυτό μια απάντηση που είναι κοντά στην πραγματικότητα προκύπτει με την κοινή λογική. Που λέει ότι, αφού οι χώρες εξαρτώνται οικονομικά από τις αγορές, υπό την έννοια ότι αυτές αποτελούν τη μοναδική πηγή ικανοποίησής των αναγκών τους σε χρήμα (δάνεια), η σχέση τους δεν μπορεί παρά να είναι εκείνη μεταξύ δανειστή και δανειζόμενου και μάλιστα δανειστή που έχει ο ίδιος τη δυνατότητα να καθορίζει τα επιτόκια (=τοκογλύφος) με δανειζόμενο. Το συμπέρασμα πως η πολιτική είναι υποταγμένη στις αγορές δεν φαίνεται να απέχει καθόλου από την πραγματικότητα.

Εννοείται ότι αν μια χώρα δεν έχει δημοσιονομικό έλλειμμα (αν δηλαδή έχει θετικό ταμείο), δεν έχει κανένα λόγο να καταφύγει στις αγορές. Αλλά τέτοιες χώρες έχουν προ πολλού εκλείψει στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο (με την αμέριστη βεβαίως «συνδρομή» των αγορών). Αυτό που δεν εννοείται αμέσως είναι πως οι αγορές έχουν κάθε λόγο όχι μόνο να ανεβάζουν τα επιτόκιά τους χρησιμοποιώντας το εργαλείο των αξιολογήσεων – υποτιμήσεων, αλλά να προσφέρουν δάνεια (με τοκογλυφικούς όρους) για την εξόφληση των επιτοκίων ή του κεφαλαίου δανείων που έχουν ήδη παραχωρήσει, αλλά ο δανεισμένος αδυνατεί να πληρώσει εξ ιδίων (αναχρηματοδότηση). Καταφέρνουν έτσι να κρατάνε κυριολεκτικά δεσμευμένες, ολοκληρωτικά εξαρτημένες πολλές χώρες. Κατάφεραν να έχουν ενεχυριάσει όχι μόνον το παρόν αλλά και πολλά χρόνια μέλλοντος αρκετών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας σε θέση περίοπτη. Αυτό υπονοούν οι πολιτικοί και άλλοι ποιητές μας, όταν λένε ότι κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα χρωστάει από τα γεννοφάσκια του 25 χιλιάδες € (τώρα ανέβηκε κιόλας).

Αν κανείς έχει υπόψη του αυτή την πραγματικότητα, τότε πλην των άλλων μπορεί να καταλάβει ότι η περί εθνικής κυριαρχίας φιλολογία και ο πρόσφατος θρήνος για την δήθεν απώλεια μέρους της είναι παραμύθια τούμπανα. Μπορεί επίσης να λογαριάσει ποιοι εγχώριοι λεβέντες ευθύνονται γι αυτό το κατάντημα, που, άμα κανείς το κοιτάξει με μάτι πατριωτικό, μάλλον κάτι σε εσχάτη προδοσία θα του κάνει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.