Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Βατοπέδι. Όλα έγιναν καθωσπρέπει !

Η λύτρωση
Η υπόθεση Βατοπέδι έλαβε τέλος. Εφεξής, οι πωγωνάτοι, αγιορείτες ρασοφόροι μπορούν να συνεχίσουν απρόσκοπτοι το θεάρεστο έργο τους· η πολιτική εξαγνίστηκε, οι πολιτικοί αποδόθηκαν άσπιλοι στην κοινωνία και οι καναλάρχες εργολάβοι την έκαναν (από την υπόθεση) ωφελημένοι. Λεπτομέρεια προφανώς αποτελεί το γεγονός πως για τη «διερεύνηση» αυτού του, εν τέλει ανύπαρκτου, σκανδάλου ξοδεύτηκαν μερικά εκατομμύρια δημόσιου χρήματος, ενώ δημιουργήθηκε, από το πουθενά, ύλη για την παραγωγή μερικών δεκάδων χιλιάδων ωρών τηλεοπτικής αποβλάκωσης (και διαφήμισης βεβαίως) του τύπου «αποκάλυψη τώρα» ή «μη χάσετε τις αποκλειστικές πληροφορίες». Στο μεταξύ την ώρα που κινητοποιημένη η φαντασία του μέσου ανθρώπου ζητούσε λύτρωση στους τηλεοπτικούς δέκτες μορφάζοντας στη θέα των αγιορειτών ρασοφόρων και των πολιτικών τους φίλων, περνούσαν ατροχονόμητα τα νέα μέτρα και τα παράμετρα φτωχοποίησής του.

Περί σκανδάλων

Εν τέλει, τι εστί σκάνδαλο; Αν υποθέσουμε ότι σκάνδαλο είναι ό,τι από τα τεκταινόμενα στο δημόσιο βίο ενοχλεί βάναυσα την κοινή γνώμη, τότε γιατί να είναι σκάνδαλο το Βατοπέδι ή τα δομημένα ομόλογα και να μην είναι η υποδούλωση της χώρας με τη βούλα της τρόικας ή η αθρόα είσοδος οικονομικών λαθρομεταναστών; Κατά τη γνώμη μου τα πράγματα είναι πολύ απλά και, επειδή ακριβώς είναι απλά, φροντίζουν (οι σκανταλιάρηδες) να τα συσκοτίζουν έτσι, ώστε να κάνουν τον πολύ κόσμο να κοιτάει το δήθεν εξωτικό δέντρο και να χάνει από τα μάτια του ολόκληρο το δάσος. Εννοώ δηλαδή πως η άρχουσα τάξη (γιατί τα σκάνδαλα είναι δική της εσωτερική υπόθεση) δεν είναι μια αγία οικογένεια. Πλην της μόνιμης ταξικής αντίθεσης με το λαό, έχει και τις δικές της εσωτερικές αντιθέσεις που αναφέρονται σε έναν διαρκή εσωτερικό ανταγωνισμό για το μοίρασμα της πίτας. Υπάρχουν φορές που οι κανόνες σπάνε, που κάποιοι ξεπερνούν τα όρια και τότε σκάει το «σκάνδαλο». Από ό,τι καταλαβαίνω, πλην των άλλων, μέσα σ' αυτή την μη αγία οικογένεια αφενός μεν αναδεικνύονται κάποιοι υπέρ το δέον φαταούλες αφετέρου δε οι νεοεισερχόμενοι (νεόπλουτοι) οφείλουν να καταθέσουν πειστικότατα διαπιστευτήρια και δεν τα καταφέρνουν πάντα. Οπότε προκύπτουν δύο τουλάχιστον αφορμές «σκανδάλων».

Φρονώ πως αυτά τα σκάνδαλα δεν είναι απλώς απαραίτητα αλλά άκρως αναγκαία για την επιβίωση του ολιγαρχικού πολιτικού συστήματος της χώρας, υπό την έννοια ότι μέσα από τον δήθεν κολασμό τους επιτυγχάνει κατά κάποιο τρόπο τον εξαγνισμό του στα μάτια της κοινής γνώμης. Μιας κοινής γνώμης που για την εκπαίδευσή της (δηλαδή την χειραγώγησή της) έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται απίστευτα υψηλές επενδύσεις. Οι επικοινωνιολόγοι, οι διαφημιστές και οι δημοσκόποι δεν κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι. Καταφέρνουν ώστε αυτή η κοινή γνώμη, ενώ φωναχτά ομολογεί πως «όλοι τους τρώνε», να τρέχει πίσω από αυτούς τους «όλους» κάθε φορά που γίνονται εκλογές, για να ωθήσει προφανώς τους εκλεκτούς της στο φαγοπότι. Φαντάζει κατά συνέπεια λογικό παράδοξο το ότι αυτή η ίδια κοινή γνώμη κατασπαράζει χωρίς έλεος κάποιον από τους «όλους», όταν για κάποιους λόγους οι υπόλοιποι «όλοι» τον καδράρουν με το κάδρο της υπόνοιας ή της κατηγορίας ότι «τάφαγε». Κοντολογίς, αυτή η κοινή γνώμη λειτουργεί σαν αποτελεσματικός θεματοφύλακας των συμφερόντων εκείνων που η ίδια εννοεί, όταν λέει «όλοι τους τρώνε»! Κάπως έτσι δικαιολογείται νομίζω η απίθανα υψηλή τηλεθέαση των τηλεοπτικών δελτίων με θέματα του είδους και ακόμα περισσότερο των τηλεσυζητήσεων με τέτοια θέματα, που επιμελώς οργανώνουν επιλεγμένοι δημοσιογράφοι και από τις οποίες παρελαύνει ένας κλειστός αριθμός προσκεκλημένων που έχει περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις κτήσης ιδιότητας τηλεοπτικού κανίβαλου...

Μια κατά την άποψή μου παρεμπίπτουσα συνέπεια για τη συνείδηση του μέσου ανθρώπου, από αυτή τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή διαχείριση των σκανδάλων, αποτελεί η καλλιέργεια της αντίληψης πως μέσω δημοσιότητας (τηλεοπτικής κυρίως) επιτυγχάνεται κάθαρση. Αντίληψη που υπονομεύει κάθε εναπομείναν ψήγμα δημοκρατικού θεσμού και στρέφει τον μέσο άνθρωπο να προσφύγει σε τηλεοπτική καταγγελία για κάθε περίπτωση που νιώθει πως αδικείται. Προφανώς η τηλεοπτική δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τηλεοπτική δικαιοσύνη. Ωστόσο ούτε αυτή ούτε η άλλη δικαιοσύνη μπορούν να διαλευκάνουν τους θανάτους κάποιων παρείσακτων σε υποθέσεις τέτοιας λογής σκανδάλων σαν τους Τσαλικίδη (υποκλοπές;) και Γκιόλια (Βατοπέδι;).

«Βατοπεδισμός»

Τι ακριβώς έγινε στο Βατοπέδι και ποια ήταν η κυρίαρχη αντίθεση δεν μπορώ να το ξέρω. Ωστόσο δεν προσπερνάω το γεγονός πως η αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε από συγκεκριμένο τηλεοπτικό κανάλι και υποστηρίχτηκε αμέσως από άλλο ένα συγκεκριμένο επίσης. Μέσω του δήθεν αποκαλυπτικού δημοσιογραφικού ρεπορτάζ βγήκε η «είδηση» πως οι πρωτοκλασάτοι πωγωνάτοι ένοικοι του μοναστηριού ασκούσαν μπίζνες τύπου real estate. Δηλαδή σα να λέμε «ο κόσμος το είχε τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι», οπότε ανέλαβε εργολαβικά ο εθνικός σατιριστής να το κάνει, από κρυφό καμάρι, τούμπανο γενικώς… Μέσα από αυτή την «είδηση» - τούμπανο στόχος ήταν όχι ασφαλώς οι πωγωνάτοι αλλά πολιτικά πρόσωπα (της κατηγορίας «όλοι τρώνε»), αφού η πραγματική κατηγορία ήταν πως κάποιοι είχαν αβαντάρει με το αζημίωτο τις μπίζνες του μοναστηριού. Καθόλου δεν με ενδιαφέρει αν ισχύει ή όχι κάτι τέτοιο, γιατί αν ισχύει απλώς ανήκει στον κανόνα, αν πάλι δεν ισχύει τότε είναι μια εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει. Με ενδιαφέρει το γιατί έγινε αυτή η καταγγελία, ποιος δηλαδή κρίκος έσπασε, ποια εσωτερική αντίθεση ξεπέρασε τα όρια. Θυμάμαι λοιπόν πως κάποιοι καναλάρχες (μέσω των καναλιών τους) πίεζαν την τότε κυβέρνηση - την κυβέρνηση εκείνου που λίγο καιρό πριν φέρεται να είχε αφελέστατα (ή πιωμένος) εκφέρει οργίλος τη ρήση πως «τη χώρα κυβερνούν 5 νταβατζήδες». Η πίεση είχε προφανώς σχέση με «δουλειές». Οι νταβατζήδες όμως δεν χαμπαριάζουν από τέτοιες απειλές και, όταν κάποιος αμφισβητήσει την παντοκρατορία τους, σπεύδουν να αποδείξουν ποιος είναι το αφεντικό. Το λεγόμενο «σύστημα Ρ.» μάλλον, μεταξύ άλλων, επιχείρησε να αναδιατάξει κατά το προσφιλέστερο τον χάρτη κατανομής της κρατικής διαφήμισης (είναι πολλά τα λεφτά) και φυσικά δεν μπορούσε να έχει καμία τύχη. Το γιατί επελέγη η υπόθεση του Βατοπεδίου είναι μάλλον ευεξήγητο, αφού ήταν εξαρχής φανερό ότι θα μπορούσε να κοντύνει τους κοκορευόμενους του «σεμνά και ταπεινά», του «όλα στο φως» κτλ., και συνάμα να τους αφοπλίσει οριστικά από το ενδεχόμενο να διαπράξουν στο μέλλον ανάλογες ταρζανιές, ενώ το ρίσκο από άποψη οικονομικών συμφερόντων -τόσο για τους προωθούντες το σκάνδαλο όσο και για τους πωγωνάτους- ήταν ισοδύναμο με μηδέν στρογγυλό. Εξάλλου η πολιτική απειρία των περί του Μαξίμου παροικούντων, συνεπικουρούμενη από την απύθμενη αφέλεια (βλακεία) κάποιων από αυτούς, εξαιτίας της απόθεσης των μεταφυσικών τους αγωνιών στα χέρια ενός επιδέξιου αγιορείτη ρασοφόρου, αποτελούσε εγγύηση επιτυχίας.

Το, κατά τη γνώμη μου, συμπέρασμα όλης αυτής της πανάκριβης ιστορίας, που κατέληξε σε πολλή φασαρία για το τίποτα, δεν είναι άλλο από το ότι οι σύγχρονοι θεματοφύλακες των συμφερόντων της άρχουσας τάξης έστειλαν (καλύτερα επανέλαβαν) στους εκπροσώπους του πολιτικού κατεστημένου το σαφέστατο μήνυμα της δικής τους αυθεντίας. Κράτησαν το θέμα όσο ψηλά ήθελαν, για όσο χρόνο ήθελαν και το διαχειρίστηκαν έτσι, ώστε να συνάγεται πως διαθέτουν υπερεπαρκή δύναμη για να προστατεύουν και να διευρύνουν τα συμφέροντά τους. Δευτερευόντως υπενθύμισαν με κυνικό τρόπο στους πολιτικούς τους εκπροσώπους ότι όποιον επιχειρήσει να αυτονομηθεί, έστω και στα σημεία, τον τρώει το μαύρο σκοτάδι. Σκέφτομαι λοιπόν ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί ο όρος …«βατοπεδισμός», κάθε φορά που χρειάζεται να περιγραφούν τα παραπάνω ή παραπλήσια χαρακτηριστικά για πρακτικές της άρχουσας τάξης προς τους πολιτικούς της εκπροσώπους.

Τα υπόλοιπα μου μοιάζουν γιαλαντζί καβγάς (σε ξένο αχυρώνα) για λαϊκή κατανάλωση.

Μια σημείωση σχεδόν άνευ αξίας

Υποπτεύομαι ότι οι φίλοι μου της κοινοβουλευτικής αριστεράς έχουν προσβληθεί από οξεία θεσμίτιδα, δηλαδή από την, εισέτι ανίατη, νόσο της θεσμολαγνείας. Από όσο καταλαβαίνω, βασικά συμπτώματα της νόσου είναι στο μεν θεωρητικό επίπεδο η ρητορεία περί ανατροπής των θεσμών του πολιτεύματος μέχρι βάθους Συντάγματος, στο δε πρακτικό επίπεδο η θεολογικού τύπου υπακοή στους θεσμούς. Συμπτώματα εντελώς αντιφατικά.

Τι δουλειά έχετε, ρε σύντροφοι, (με το συμπάθειο) να λέτε στους ψηφοφόρους σας να ψηφίσουν τη δεύτερη Κυριακή «κατά συνείδηση»; Δηλαδή την πρώτη τι ακριβώς νομίζετε πως έκαναν; Και πώς να εξηγήσω την εμμονή σας να τους πείσετε να πάνε τη δεύτερη Κυριακή και να ψηφίσουν λευκό ή άκυρο! Ωρε, χαζέψατε ή ενσωματωθήκατε τελείως; Και άντε με τις εκλογές τα κάνατε όπως τα κάνατε, αλλά δεν μου λέτε τι δουλειά έχετε εσείς να μετέχετε σε «εξεταστικές επιτροπές» τύπου διερεύνησης σκανδάλου Βατοπεδίου; Άντε να δεχτώ πως θέλετε να εκφράσετε το λαϊκό αίσθημα και επίσης να πληροφορήσετε το λαό. Αλλά πώς να εξηγήσω τη συμμετοχή σας στις νομικές λοβιτούρες, πώς να καταλάβω τις βουτιές σας στο νομικό πολιτισμό του ολιγαρχικού πολιτικού συστήματος, για να «διαπιστώσετε» αν, σύμφωνα με τις επιταγές του, υπάρχουν ή δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ώστε να παραπεμφθεί στην «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» ο τάδε ή ο δείνα τέως υπουργός; Γιατί πέφτετε στη λακκούβα «δεν υπάρχουν ενδείξεις και άρα δεν ψηφίζουμε την παραπομπή του»; Γιατί τόσο νομοταγείς και θεσμολάγνοι; Αφού δεν μπορείτε να τους …παραπέμψετε όλους μαζί (…), αφήστε τους να βγάλουν τα μάτια τους μόνοι τους. Δεν χρειάζονται νομίζω τέτοιου είδους βοήθεια, άλλου είδους ...βοήθεια χρειάζονται. Ο καβγάς (ξαναλέω) είναι σε ξένο αχυρώνα και μη με βάζετε με το στανιό να υποθέσω πως τον θεωρείτε και δικό σας.

(και) ένα υστεροσημείωμα

Δυο φορές έτυχε να κάνω εμπορικές συναλλαγές με πωγωνάτους αγιορείτες. Και στις δυο περιπτώσεις δεν διαψεύστηκε η πεποίθησή μου, ότι πρόκειται για επιχειρηματίες ίσως πιο «προχωρημένους» (δηλαδή πιο φαταούλες) από τους μη πωγωνάτους, πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι πουλάνε κάτι που δεν έχουν οι κοσμικοί, δηλαδή την …αγιοσύνη που καμουφλάρει επαρκώς το επιχειρηματικό τους κέρδος με τον φωτοστέφανο της φιλανθρωπίας. Στην πρώτη περίπτωση (πριν από 15 και πάνω χρόνια) είχα να κάνω με έναν εξαιρετικό νταραβεριτζή καλόγερο και ιδιαίτερα «περπατημένο» γενικώς. Στην αρχή ήθελε και δικά του δικά του και τα δικά μου επίσης δικά του, αλλά, όταν κατάλαβε ότι μπορεί να αφήσει στην άκρη τις παπαδολογίες και να χαλαρώσει, συνεννοηθήκαμε μια χαρά μιλώντας στην αργκό της αγοράς.

Η δεύτερη περίπτωση ήταν με τους αστέρες του Βατοπεδίου. Αυτοί εδώ μου έδωσαν την εντύπωση πως είχαν το καλάμι καβαλημένο. Ιδιαίτερα ο υπαρχηγός έδειχνε σαν να θεωρούσε την αφεντιά του συνεχιστή των δωρητών της μονής, Κατακουζηνών, Παλαιολόγων και Σία. Αν και χαλάρωσε κάπως ξεκοκαλίζοντας έναν ροφό, αν και ανταλλάξαμε άσφαιρες λεκτικές χοντράδες, δεν ξεκόλλησε από την παπαδολογία, γιατί προφανώς δεν πατούσε αλλού. Τζογαδόρος ων, για να με φουρκίσει, πρότεινε, με κάποια δόση αλαζονείας νομίζω, στοίχημα ότι θα πάω στο όρος για να πάρω «την ευλογία του γέροντα, αφού χωρίς την ευλογία δεν προχωράει τίποτα». Εννοείται πως έχασε το στοίχημα και εννοείται επίσης πως η έγινε δουλειά δίχως να πάρω την ..ευλογία. Μια χαρά οικονομισάριους επιχειρηματίες τους βρίσκω τους πωγωνάτους και μάλιστα μπεσαλήδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.