Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

12-2-12 Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ναι, 199. Όχι, μισοναί, μισοόχι, παρών και κοπάνες, 101. Σε τι ακριβώς; Κι από αύριο αλλάζει κάτι; Μα το αύριο είναι σήμερα κι όλα ίδια με χτες είναι.

Σάββατο μεσημέρι 11 Φλεβάρη, 300 χιλιόμετρα νοτιότερα από την έδρα του ναού της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, που εκπροσωπείται από 300 εκλεγμένους «αντιπροσώπους του λαού». Βρέχει του σκοτωμού, οπότε αναβάλλεται το κλάδεμα του αμπελιού και τα συμμαζέματα των κλαδιών. Ίσα που πρόλαβα να τελειώσω το μοίρασμα της κοτσιλιάς (κοπριάς δηλαδή από ορνιθοτροφείο) στις νιόφυτες ελιές πριν αρχίσουν τα καρεκλοπόδαρα του ουρανού να πέφτουν. Οπότε, καλή ευκαιρία για παρακαλλιεργητική δραστηριότητα.

Ένα πέρασμα, πέντε χιλιόμετρα παρακάτω, από τον Σταύρο το μηχανουργό που τα χέρια του φτιάχνουν αγγέλους. – «Ζείτε ακόμα σαπάνου στην Αθήνα ή σας έχει λιγώσει η πείνα; Τι θα γίνει, ρε, γαμώ το ξεσταύρι τους, έπεσε πείνα της αλεπούς κι αυτοί μ…… όλοι μαζί». – «Αυτή είναι η δουλειά τους, ρε Σταύρο, αυτοί τις έχουνε μαζέψει τις ελιές τους μια και καλή, εμείς τι θα κάνουμε, θα το τελειώσουμε το μαραφέτι καμιά φορά;» Κάτω από την αυτοσχέδια τέντα της αυλής (δηλαδή ένα τρύπιο μουσαμά από φορτηγό, που μπάζει νερά) κεντάει με το αργκόν την «επαναστατική» ελαιοσυλλεκτική μηχανή που σχεδιάσαμε (μεγαλεία ε;) τρεις τέσσερις παραγωγοί, μπας και μικρύνουμε τον μπελά της συγκομιδής. Ανέλαβε να την υλοποιήσει αλλά τα ζόρια πολλά. Το αναβατόριο κοχλίας μαζεύει ξυλάκια και φρακάρει, το κόσκινο χρειάζεται δόνηση γιατί μπουκώνει, η έξοδος θέλει ένα κλαπέτο γιατί πετάει τις ελιές μακριά, ο μεγάλος ιμάντας θέλει οπωσδήποτε ρεγουλατόρο γιατί λασκάρει εύκολα και άλλα τέτοια μπελαλίδικα. Ο Βασίλης, λιτριβάρης και χωματουργός κατά περίσταση, είχε την ιδέα αντί για κοχλία αναβατόριο να μπει ξεσκέπαστη ταινία αναβατόριο, για να καθαρίζεται εύκολα. Η ιδέα υιοθετήθηκε χωρίς αντίρρηση, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι η μηχανή θα δοκιμαστεί φέτος. Δεν πειράζει, του χρόνου με το καλό αν υπάρχουμε. – «Πώς τα βλέπεις, καλλιτέχνη, θα τη βγάλουμε φέτος;» – «Κοίτα κει. Καινούργιος καταστροφέας, πέρσι τον πήρε από τη Σκάλα τέσσερα χιλιάρικα και τον παράτησε δω μήπως κανένας τον θέλει με δυο χιλιάρικα. Του Θόδωρα του Μ. είναι. Έχει απ’ τα πέρυσι να κάνει μεροκάματο. Κανένας δεν καλλιεργεί». Καταστροφέας σημαίνει 25-30 ευρώ την ώρα. Ποιος αγρότης μπορεί να πληρώσει τέτοια λεφτά; Κανένας, και τα άγρια χόρτα ξεπερνάνε σε μπόι τις ελιές και τις πνίγουν.

Δεύτερη στάση 500 μέτρα παρακάτω στον Γιαννάκη, τον μηχανικό παντός καιρού, παντός μηχανήματος και πάσης μηχανής. Εδώ δεν υπάρχουν εξειδικεύσεις και ειδικά συνεργεία. Τρακτέρ, μπουλντόζες, φορτωτές, αυτοκίνητα, αντλητικά, ψεκαστικά, όλα με κάποιο τρόπο (πατέντες συνήθως) τα επισκευάζει μέχρι να ξαναχαλάσουν. Τον βρίσκω μούσκεμα να ζεσταίνει με το οξυγόνο ένα χοντρό πίρο, από γύφτικο μεντεσέ πόρτας χωματουργικού φορτηγού πρέπει να ήταν, και να τον πελεκάει με τη βαριοπούλα μπας και έρθει λίγο στα ίσια του, γιατί είχε γίνει σα λατινικό c… Το μαγαζί σαν κάτι ανάμεσα σε γιουσουρούμ και βομβαρδισμένη σπηλιά στην Καμπούλ. – «Μάστορα, πάει τελείωσε, με σκίσανε, το κλείνω. Θα πάρω τα εργαλεία σπίτι και θα δουλεύω μαύρα». – «Από τους κλέφτες θα φυλαχτείς αλλά πρόσεχε, γιατί η γούβα μας είναι γεμάτη ρουφιανοπατριώτες». – «Έννοια σου και τους ξέρω. Όποιος καριόλης μου την κάνει θα τονε πατήσω κάτω. Με ξεσκίσανε στους φόρους οι μπινέδες. Δεν βγαίνει με τίποτα, έχω μαζέψει βερεσέδια που πάνε στο βρόντο, δεν έχει ο κόσμος, στην κόψη του μαχαιριού τα ‘χουνε πάει όλα. Για τα σωληνάκια της υψηλής στο δικό σου δυο κατοστάρικα θέλουνε οι αλήτες και δεν τα ‘χουνε. Παραγγελία λέει μόνο και θα ‘ρθουνε σε δέκα μέρες. Αντιπροσωπείες κι αρ….».

Λίγο πιο κάτω, μπαίνοντας στη μεγάλη αλάνα του λιτριβείου ίσα που βρήκα μια γωνία να αράξω. Γεμάτη με πλατφόρμες τίγκα στο τσουβάλι, τρεις και τέσσερις στρώσεις ένα πάνω στ΄ άλλο. Μπρος από πενήντα τόνοι καρπός περιμένουν για έκθλιψη, αλλά κίνηση καμία, οι μηχανές σβηστές. Μου μπήκανε ψύλλοι. – «Τι έγινε ρε Πάνο, φρακάρισε το σύστημα;» – «Τέτοιο πράγμα δεν έχουμε ξαναπάθει. Γεμίσανε τα πάντα, σταματήσαμε να δουλεύουμε, πού να το βάλουμε, σε κουβάδες; Παρακαλετά έρχεται σε λίγο ένα βυτίο. Θα σηκώσει 27 τόνους, τζάμπα 1,85, αλλά τουλάχιστον θα λασκάρουμε για τρεις τέσσερες μέρες». Φέτος το λάδι δεν έχει ζήτηση. Οι Ιταλοί έμποροι κάνουν παιχνίδι, οι από δω μεριά (εξαγωγείς και καλά) δεν έχουν επιταγές, (αλλά και να είχαν δεν τις εμπιστεύεται πλέον κανείς), οπότε οι δεξαμενές γεμίζουν, οι παραγωγοί σε αναμμένα κάρβουνα και οι τιμές στον κατήφορο. Την ίδια στιγμή 300 χιλιόμετρα βορειότερα ο Παπατράπεζας, οι συμφοιτητές και ο συρφετός των εθνοσωτήρων κραυγάζουν («με πόνο ψυχής» που είπε και η αλόγα, η αψηλή ντε, η κόρη του πατέρα της) ότι αν χρεοκοπήσει (μωρέ τι λες) η χώρα, τα τρόφιμα θα πουλιούνται με δελτίο. Τι λέτε, ρε καραγκιόζηδες της συμφοράς; Τα ράφια των ληστών θα αδειάσουν, αλλά τρόφιμα έχουμε για να χορτάσουνε 11 εκατομμύρια ονοματεπώνυμοι κι άλλοι τόσοι άμα λάχει. Εσείς παράγετε ειδήσεις, τρόμο και καρεκλάκηδες, αλλά εμείς παράγουμε λάδια, ελιές, σπαρτά και ζαρζαβατικά. Δεν είμαστε σα τα μούτρα σας, τεμπελχανάδες. – «Έχεις τίποτα δείγματα να πάρω για ανάλυση;» – «Τι να τη κάνουμε την ανάλυση, να την κολλήσουμε στις δεξαμενές, να την κοιτάμε και να κλαίμε με τη μοίρα μας;» Πάει στον αγύριστο και το εθνικό προϊόν. Επιδοτήσεις πρέζα, αναδιαρθρώσεις δήθεν, εισαγόμενα σπορέλαια σε τιμές ξεφτίλας, τα εφόδια πανάκριβα, οι τιμές στον κατήφορο και η ζωή του αγρότη στον ανήφορο.

Μαύρη μαυρίλα γενικώς και καταιγίδα, νερό με το τουλούμι. Πέρασε το μεσημέρι κι ο Πότης θέλει να κεράσει δυο μισόκιλα για να πούμε χαλαρά τα πάτερ ημών μας. Στο απόμερο ταβερνείο του Νίκου, που αν δεν το ξέρεις δεν το βρίσκεις, ψυχή ζώσα Σαββατιάτικα. Ταβερνιάρης, λαντζιέρης, σερβιτόρος, όλα σε ένα. Ο μπακαλιάρος με τη σκορδαλιά ό,τι πρέπει, το μαρούλι και το κρεμμύδι απ’ τον κήπο του φρεσκότατα (αν και λίγη χωματίλα την είχανε) και το κρασί ανεκτό τουλάχιστον μέχρι ένα κιλό. – «Εννιά ευρώ το κιλό έχει πάει, ρε παιδιά, ο μπακαλιάρος. Φέτες τον παίρνω από ένανε στην Τρίπολη, γιατί αλλού τον πουλάνε έντεκα και δώδεκα. Κάποτε με ένα κιλό λάδι παίρναμε ενάμισι κιλό μπακαλιάρο, κείνες τις μεγάλες σφέλες που τις διπλώνανε με εφημερίδα. Τώρα θέλουμε πέντε κιλά λάδι για ένα κιλό μπακαλιάρο». – «Εμ, τι να κάνουμε, ρε Νίκο, δεν τον βγάζει από το χωράφι του ο βλάχος ο Τριπολιτσιώτης, από την άλλη Τρίπολη, του Καντάφι, έρχεται και περνάει από δέκα μέχρι να φτάσει. Δέκα μεσίτες τρώνε από μια φέτα μπακαλιάρο». Ωστόσο είχε δίκιο. Πράγματι πριν από 40 χρόνια ο μπακαλιάρος ο παστός ήταν φτηνό, λαϊκό φαΐ και τώρα κατέληξε ακριβό γκουρμέ. Και τότε από τη Αφρικάνικη Τρίπολη ερχόταν, αλλά δεν τσιμπολογούσαν δέκα ενδιάμεσοι. Ευτυχώς τα σκόρδα είναι ακόμα φτηνά, τουλάχιστον όσα δεν περνάνε από τις λαχαναγορές και τους μεγαλεμπόρους μαυραγορίτες λαχαναγορίτες. Ο Πότης έχει τώρα φρέσκο καημό. Άνθρωπος της εκκλησίας (εκκλησιάζεται ανελλιπώς και σταυροκοπιέται τρις πριν πιάσει το πιρούνι) μού εκμυστηρεύτηκε πως έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο παπαδαριό κι ιδιαίτερα στον δεσπότη. Από παιδί στο μεροκάματο, μάστορας με κοφτερό μάτι και χέρι που πιάνει, κατάφερε κι έστησε από χρόνια τώρα δικό του μαγαζί, ιδιόκτητο κιόλας. Επώνυμος επαρχιώτης, έμπορος και τοπικός παράγων, αλλά σεμνός, μετρημένος και δουλευταράς, τραβάει ζόρι μην τον πάρουνε χαμπάρι, που, όσο μπορεί, βοηθάει στη ζούλα μερικούς φουκαράδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Κι όταν μπαφιάζει ή του ανεβαίνει η πίεση, ανηφορίζει λέει στον λόφο πάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο, κοιτάει μπροστά το ατελείωτο, ξαναθυμάται πόσο μικρός είναι και πάει στο τσαρδί του πιο ήρεμος.

Απόγευμα Σαββάτου, η βροχή κάπως έκοψε, αλλά το κρύο δεν παλεύεται χωρίς τζάκι. Τα σκυλιά έκαναν χαρές με το αναπάντεχο μεζεδάκι που τους πήγα. Σίγουρα σήμερα θα συμπληρώσω αρκετές σελίδες για το φυλλάδιο περί ελαιοκαλλιέργειας που μέχρι τη Δευτέρα έχω στο νου μου πως πρέπει να τελειώσει. Μια γρήγορη ματιά στα συνηθισμένα site. Όλα κατά το αναμενόμενο. Η παράσταση «μνημόνιο Β» σε πλήρη εξέλιξη. Κάποιοι θεατρίνοι δείχνουν πολύ σφιγμένοι. Παραπολιτικά κουτσομπολιά περί ναι ή όχι, κάτι για κοπανατζήδες, διαγραφές, παραιτήσεις, ξεκατινιάσματα, λαρυγγισμούς και πατριωτικές κορώνες. Τσίρκο της πλάκας.

Βαριά μούχλα Κυριακάτικα, αλλά δεν φαίνεται να έρχεται βροχή. Αμ δε. Λάθος εκτίμηση, με έπιασε στα πράσα. Ζήτημα να είχα ανανεώσει καμιά διακοσαριά δεσίματα νιόφυτων δέντρων στους πασσάλους τους, αφού ο διαβολεμένος αέρας είχε σπάσει τα περισσότερα. Δεν έδωσα σημασία στις πρώτες ψιχάλες κι όταν αποφάσισα να τα παρατήσω ήταν αργά … Όσο να φτάσω στο τρακτέρ και μετά στο κοντινότερο στεγασμένο σημείο, στο κοτέτσι δηλαδή, έφαγα κατακέφαλα καρεκλοπόδαρα για κάνα τέταρτο περίπου. Αν και καταιγίδα, καμιά δεκαριά τροφαντά κοκόρια είχαν μείνει έξω και έκαναν μαγκιές. Χάζεψα κάμποση ώρα δυο από δαύτα σε μια κοκορομαχία, που δεν την διέκοψαν ούτε όταν τα φοβέρισα. Διάλειμμα έκαναν κι επανήλθαν με πιο άγριες διαθέσεις, μέχρι που το ένα μάλλον κατάλαβε πως χάνει και το ‘βαλε στα πόδια. Ο καιρός δεν ήταν είναι μαζί μου σήμερα, με το φυλλάδιο της ελαιοκαλλιέργειας είναι.

Επαλήθευσα τον υπολογισμό βιωσιμότητας ενός τυπικού ελαιώνα. Απογοήτευση. Δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να περιλάβω αυτόν τον υπολογισμό στο φυλλάδιο, γιατί θα μπορούσε να βάλει σε μαύρες σκέψεις κάποιον παραγωγό που θα τον διάβαζε (αν και δεν ελπίζω πως θα μπουν πολλοί σ’ αυτόν το κόπο). Αλλά πάλι, λέω, καλύτερα έτσι, καλύτερα να σκεφτεί κανείς τι κάνει, πώς το κάνει και αν τελικά αξίζει τον κόπο, παρά να δουλεύει ελπίζοντας στο πουθενά και να είναι μονίμως αδέκαρος. Μετά πάλι ένιωσα θυμωμένος, όταν άρχισα να γράφω το κεφάλαιο για τους γεωπόνους, που πρακτικά δεν φέρονται σαν γεωπόνοι επιστήμονες, αλλά σαν καφετζούδες και φαρμακέμποροι. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Διάλειμμα λοιπόν και βόλτα στην κοινωνία της πληροφορίας. Ωρέ, έχουν αρχίσει πάλι τα γλέντια. Δακρυγόνα, μολότοφ, φωτιές και κυνηγητά απέξω, κατινιές, και πατριωτικές παπάρες από μέσα. Τίποτα σπουδαίο, τίποτα καινούργιο, ούτε μέσα ούτε απέξω. Δεν θα χρειαστεί να ξαναγράψω, γιατί «κι αυτά τα μέτρα θα περάσουν και τα επόμενα», μα κι αν χρειαστεί, θα κάνω copy paste. Αν είχα το ταλέντο, θα έστηνα από τώρα τα αυριανά δελτία ειδήσεων. Όλοι θα δηλώνουν πως έκαναν το πατριωτικό τους καθήκον ακολουθώντας τη συνείδησή τους, ενώ πρώτο θέμα θα είναι οι κουκουλοφόροι, οι μπαχαλάκηδες, οι ευθύνες της αστυνομίας και τα καμένα μαγαζιά, με μπόλικο κλάμα για τις περιουσίες των ανθρώπων που καταστράφηκαν και για τους ανθρώπους που βρέθηκαν ξαφνικά άνεργοι στο δρόμο. Χιλιοπαιγμένο έργο, βαρετό, για μεγάλα παιδιά, την ώρα που στο παρασκήνιο παίζονται με μαεστρική σκηνοθεσία τα έργα που από τη μια μεριά πρωταγωνιστούν φτωχοί, άνεργοι, συνταξιούχοι άστεγοι και μεροκαματιάρηδες κι από την άλλη κομπιναδόροι εθνικής εμβέλειας, ρουφιάνοι με κουκούλα υψηλής προστασίας και λαμόγια κάθε φάρας. Χαλαρά… Πάμε πάλι στους γεωπόνους. Τι να κάνουν δηλαδή οι άνθρωποι; Πώς θα ζήσουν; Κατά βάθος ξέρω ότι αν κάποιος επιχειρήσει να δουλέψει σαν επιστήμονας γεωπόνος, που σέβεται την επιστημονική του γνώση, θα ψοφήσει της πείνας. Οπότε ας το δούμε κάπως συγκαταβατικά το θέμα, το γαρ της επιβίωσης είναι θέμα αναντίρρητο.

Δύσκολα, πολύ βαριά πήγε το χέρι στις τελευταίες σελίδες. Πώς αλλιώς να το γράψεις; Ποια προοπτική, ποια επιβίωση, ποιο μέλλον; Πού να χωρέσει αισιοδοξία ανυπόστατη και κουβέντες μασημένες, όταν βλέπεις μια κατάσταση που παρακάτω δεν πάει και που η αναστροφή της δεν μπορεί να αφορά όλους τους ελαιοπαραγωγούς; Το 1/3 και ζήτημα. Μαύρη, κατάμαυρη μαυρίλα. Τέλος, σελίδα 44. Ένα ποτήρι κρασί, δίπλα στο τζάκι, που οσονούπω παραδίδει το πνεύμα, και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας να παίζει σε κάποια ένταση και σε repeat για να ισιώσουν τα γράδα, ώστε να βγουν τρακόσα χιλιόμετρα δρόμου που προς τα πάνω είναι πιο ζόρικος.

Τρείς ώρες αργότερα, γύρω στις 11.30 το βράδυ στη διασταύρωση Καβάλας και Κηφισού ένιωσα ένα τσούξιμο στα μάτια και μια μυρωδιά γρατζουνιστική στη μύτη. Αίσθηση από τα χημικά που πέφτουν δυο χιλιόμετρα παραπάνω, σκέφτηκα. Μπορεί και να ΄κανα λάθος.

Στη διαδρομή πρόσεξα πως οι μισοί κεντρικοί σταθμοί ραδιοφώνου μετέδιδαν ποδόσφαιρο και οι άλλοι μισοί πότε ρεπορτάζ από τις οδομαχίες έξω και πότε από τις κοκορομαχίες μέσα, ενώ οι τοπικοί σταθμοί το δικό τους χαβά, αγαπησιάρικα τραγουδάκια, αφιερώσεις, και κλαρίνα της συμφοράς. Προσπάθησα να ακούσω περισσότερο τις «ομιλίες» των μέσα. Μια χαρά ολόιδιους τούς βρήκα τους (και καλά) κυβερνητικούς αρχηγούς και όχι μόνο. Και ως επαγγελματίες άψογους, σταθερούς, αφοσιωμένους. Όλοι το ίδιο ποίημα και με στόμφο: «ναι στο μνημόνιο για να μην πτωχεύσει η χώρα !» Μάλιστα ο αναιδέστατος Παπατράπεζας και ο ευτραφής Ευάγγελος το πήγαν ακόμα παραπέρα, φροντίζοντας να εξηγήσουν σε πολύ απλά ελληνικά ότι χρεοκοπία της χώρας σημαίνει άδεια ράφια, γιοκ φάρμακα, γιοκ καύσιμα, δελτίο για τα βασικά είδη και λοιπά ανατριχιαστικά. Οπότε καθόλου δεν θα συμφωνήσω με τους, κατά τα άλλα, φίλους μου, που τους χαρακτηρίζουν συλλήβδην σαν πολιτικό υπόκοσμο. Οι άνθρωποι γι’ αυτό πληρώνονται και το κάνουν με περίσσιο ζήλο, γιατί τα μεγάλα αφεντικά δεν σηκώνουν κάτι λιγότερο. Πού είναι το μεμπτό; Όταν εσύ κάνεις με ζήλο τη δουλειά για την οποία σε πληρώνει το αφεντικό σου, είσαι σα να λέμε εργασιακός υπόκοσμος; Ο καθένας λοιπόν τη δουλειά του κάνει. Και μην μου πει κανείς ότι είναι πολλά τα πέντε έξι χιλιάρικα που παίρνουν και οι συντάξεις που έπονται. Για ξεκάρφωμα γίνεται τέτοιος καυγάς. Σιγά τον πολυέλαιο. Ούτε για στραγάλια δεν τους φτάνουν. Ας είναι καλά οι σπόνσορες...

Από την άλλη πάλι πήγα να υπολογίσω πόσοι συνολικά μπορεί να είναι αυτοί οι ρεπόρτερς που ξαμολημένοι στους δρόμους μεταδίδουν ζωντανά τα επεισόδια, τα κυνηγητά, τις φωτιές, τις δηλώσεις και τα παραπολιτικά. Μπλέχτηκα, δεν τα κατάφερα, αλλά πρέπει πάντως να είναι πολλές εκατοντάδες, γιατί εσχάτως έχουν μπει στο ζωντανό ευγενές λειτούργημα της ενημέρωσης και τα διαδικτυακά «ραδιόφωνα» και «τηλεοράσεις». Άκουσα κάμποσες τέτοιες «ανταποκρίσεις» με φωνές νεανικές, που κάποιες φορές έσπαζαν από την αντάρα της μάχης των χημικών. Εντάξει, συμπαθέστατοι δεν λέω, άλλωστε μεροκάματο προσπαθούν να βγάλουν τα παιδιά, ωστόσο αυτά τα ελληνικά τους με πληγώνουν. Με εκατό προβλέψιμες λέξεις μιλάνε που συνήθως τις εκφέρουν με σύνταξη λανθασμένη (όχι, δεν θα ήθελα να δω τα γραπτά τους).

Σκέφτομαι πάλι, όλοι τούτοι εδώ τι ακριβώς παράγουν; Αποφάσεις και ειδήσεις. Ναι, αλλά με ειδήσεις και αποφάσεις κανένα στομάχι δεν χόρτασε ποτέ. Το στομάχι θέλει πατάτες, κρεμμύδια, κρέατα, ζυμαρικά, όσπρια και ζαρζαβατικά, αλλιώς διαμαρτύρεται. Κοντολογίς όσοι παράγουμε, και είμαστε οι λιγότεροι, είμαστε υποχρεωμένοι να θρέψουμε όλους ετούτους τούς, κατά τα άλλα ιδροκοπημένους, κηφήνες. Κι επειδή δεν τους φτάνουν όσα παράγουμε, μας βάζουν κιόλας να υπογράφουμε γραμμάτια (έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου τα λένε), ώστε να παίρνουν δανεικά απέξω και να καλοπερνάνε. Ό,τι ξοδεύουν, το βάζουν σε ένα λογαριασμό που τον έχουν βαφτίσει ΑΕΠ. Αφού λοιπόν με δανεικά (που άλλοι ξοδεύουν κι άλλοι πληρώνουν) μεγαλώνει αυτό το ΑΕΠ, έχουμε λένε ανάπτυξη, τουτέστιν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Ξαφνικά μια μέρα οι τοκογλύφοι λένε γιοκ στα δάνεια. Ναι, αλλά οι κηφήνες μεν, φαταούλες δε, με λιγότερα ούτε πού το συζητάνε να ζήσουν και κάνουν γιουρούσι στα λεφτά των υπολοίπων. Παραγωγών, εργατών και απόμαχων. Τώρα αυτό το λένε ύφεση, δηλαδή μείωση του βιοτικού επιπέδου μέχρι πείνας για όλους, πλην βεβαίως των κηφήνων παραγωγών αποφάσεων ή ειδήσεων και των χορηγών τους. Κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να κουβεντιάζουν για ανάπτυξη όχι με δανεικά αλλά με αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Δηλαδή με πατάτες, ζαρζαβατικά, κτηνοτροφία, λάδι, εργαλεία και τέτοια. Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι από δαύτους θεωρούν το χώμα βρωμιά και το κατσαβίδι εργαλείο για παρακατιανούς.

Ακούω πάλι ότι θα γίνουν, λέει, εκλογές. Ήταν για τις 19 του μήνα, μετά πήγαν δυο βδομάδες αργότερα και τώρα κουβεντιάζουν για τέλος Απρίλη. Άλλοι πάλι μαζεύουν υπογραφές για να μείνει το παπατραπεζικό γκουβέρνο κάνα χρόνο ακόμα, για να ολοκληρώσει το έργο του. Τι να πω; Δικό τους είναι το μαγαζί, μήτε συνέταιρος είμαι μήτε καν πελάτης. Ένα μαγαζί που με κάποιο τρόπο τα έχει καταφέρει έτσι ώστε για τους αγρότες να παίρνουν αποφάσεις οι έμποροι (εκλεγμένοι, δε λέω) και για τους εργάτες οι βιομήχανοι. Δηλαδή οι εργάτες και οι αγρότες εκλέγουν βιομήχανους και εμπόρους να τους εκπροσωπούν. Περίεργο ακούγεται, αλλά είναι έτσι ακριβώς. Τελικά μήπως πράγματι «η τέχνη να κυβερνάς το λαό είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού» (Μπρεχτ); Μπα, δεν νομίζω, κάτι άλλο φταίει. Ό,τι πάντως και να φταίει οι πιθανότητες να με βάλουν στο πελατολόγιο αυτού του μαγαζιού είναι ανύπαρκτες. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Άλλωστε πριν από 30 χρόνια κοντά είπα πως, αν καμιά φορά το μαγαζί λειτουργήσει με κανόνες απλής αναλογικής, μπορεί να περάσω μια βόλτα, αφού έτσι κι αλλιώς το …κόμμα μου μόνο με «εκλογικό όριο» 0,333% έχει ελπίδα να εκλέξει αντιπρόσωπο. Ποιο είναι αυτό το κόμμα, ε; Δεν είναι ονοματισμένο, δεν έχει αρχηγούς, μέλη, γραφεία και τέτοια κόλπα. Θα μπορούσε να λέγεται κάπως σαν «σταθερά απέναντί σας κουφάλες».  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.