Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο θίασος αλλάζει. Το έργο συνεχίζεται

Η ασθενής πολιτική μου όσφρηση οσμίζεται αλλαγή φρουράς στο πολιτικό σκηνικό. Τίποτα σπουδαίο δηλαδή και βεβαίως τίποτα το διαφορετικό για όλους εμάς τους ανθρώπους της καθημερινότητας, τους ανθρώπους της «πραγματικής οικονομίας» που πασχίζουμε για τον επιούσιο και το μέλλον των παιδιών μας, που (και τα δυο) το εγχώριο πολιτικό καθεστώς τα ποντάρισε σε στημένο στοίχημα στις αγορές και τα ξεπούλησε. Οι «καλύτερες μέρες», το «φως στο βάθος του τούνελ» και η «σωτηρία της πατρίδας» θα επαναληφθούν πολλές φορές τις επόμενες μέρες από τις εφεδρείες του καθεστώτος, που ετοιμάζονται να καταλάβουν έδρανα και ψηλές (και ασφαλώς ψηλά αμειβόμενες) καρέκλες.

Νέοι (όχι και τόσο) τυχοδιώκτες ετοιμάζονται να διαδεχτούν τους ξεφωνημένους και χρεοκοπημένους της τελευταίας διετίας, ενώ φαντάσματα βγαίνουν από τα ράφια της πρόσφατης ιστορίας δίκην σωτήρων της πατρίδας.

Βλέπω δήθεν τεχνοκράτες, πολιτικούς μαθουσάλες, συμβούλους τραπεζών, αναλυτές της άσπρης ξέξασπρης πέτρας, τον παρλαπίπα Μίμη, την επίτροπο Μαρία, κάτι εκδότες προαγωγούς, μερικούς καθηγητές έμμισθα μέλη δεκάδων διοικητικών συμβουλίων και ένα τσούρμο ακόμα ανεπάγγελτους αρλουμπολόγους έτοιμους για εφόρμηση με το αζημίωτο σε ό,τι απέμεινε να γίνει. Βλέπω πολλούς να φλερτάρουν με το πολιτικό τους χαρακίρι, μπας και διατηρήσουν ρόλο στην επόμενη μέρα. Αλλά βλέπω ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια, μιζέρια, εξαθλίωση, κοινωνική διάλυση και καταστροφή ονείρων. Βλέπω 11 εκατομμύρια ονοματεπώνυμους (κάπου τόσοι είμαστε) δίχως πατρίδα.

Το τέλος της μεταπολίτευσης

Όλες οι «πτέρυγες» της λεγόμενης Βουλής, αν και με διαφοροποιημένη ανάγνωση, συμφωνούν πάντως πως η σημερινή κατάσταση σηματοδοτεί το «τέλος της μεταπολίτευσης». Καθόλου δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη για παρά πολλούς λόγους αλλά κυρίως για τον εξής ένα: Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 σχημάτισα την πεποίθηση ότι η λεγόμενη μεταπολίτευση αφορούσε μια πολιτική – οικονομική διαδικασία που είχε να κάνει με την πρόσδεση της Ελλάδας στα οργανωμένα Ευρωπαϊκά συμφέροντα μέσω της ένταξής της στην τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ. Η επιλογή αυτή είτε εκφέρονταν ως «ανήκομεν εις την δύσιν» είτε ως «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» είχε σταθερό της άξονα την υποταγή στο κάθε φορά ισχυρό Ευρωπαϊκό διευθυντήριο που ήταν ολοφάνερο (αλλά και θεωρητικά δεδομένο) ότι υιοθετούσε επιλογές οικονομικής και (κατά συνέπεια) πολιτικής υποταγής των λαών των περιφερειακών (σε πρώτη φάση) χωρών στα ισχυρά εθνικά ή ολιγαρχικά συμφέροντα της ΕΕ. Οι κοινοτικές επιδοτήσεις, το άφθονο τζάμπα χρήμα, τα εύκολα δανεικά, τα στραβά μάτια για την ένταξη στο ευρώ κτλ. ήταν απλώς εργαλεία και επένδυση για την επίτευξη του στόχου. Θαρρώ λοιπόν πως το έργο «μεταπολίτευση» δεν τελείωσε, γιατί οι εμπνευστές του έχουν ανομολόγητα ορίσει ως τέλος του την οικοδόμηση μιας κοινωνίας εξαρτημένης από «βοήθεια», αποχαυνωμένης, στερημένης από παράδοση και πολιτισμό, μιας κοινωνίας πλήρως φτωχοποιημένης και περίπου οικειοθελώς στερημένης από αναφορές σε αρχές συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του πατριωτισμού. Έφτασαν οι άθλιοι να ορίζουν ως πατριωτική συμπεριφορά και καθήκον την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των διεθνών τοκογλύφων. Ειλικρινά όταν σε άρθρο μου προ έτους υποστήριζα την άποψη ότι στο σχέδιο «Καλλικράτης» έβλεπα ένα καλό εργαλείο για την διάλυση του ενιαίου της χώρας, αδυνατούσα να φανταστώ ότι θα έφταναν οι εμπνευστές του στη διατύπωση τέτοιων θέσεων περί πατριωτισμού, ομολογώντας ταυτόχρονα με αναιδέστατο τρόπο ότι «ήδη έχουμε απολέσει μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας». Το έργο λοιπόν «μεταπολίτευση» έχει δρόμο ακόμα. Έχει δρόμο μέχρι να γίνουν τα μεροκάματα 25 ευρώ (ή 15 μετά από επιστροφή σε υποτιμημένο «εθνικό» νόμισμα), μέχρι να αρχίσει να φθίνει η χρήση της ελληνικής γλώσσας, μέχρι να γενικευτεί η αντίληψη πως είναι περίπου ντροπή να δηλώνει κανείς Έλληνας.

Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα

Έτσι λένε οι θιασώτες της αστικής κοινοβουλευτικής, λεγόμενης, δημοκρατίας. Πιθανώς αυτό να ισχύει σε κάποιου τύπου δημοκρατία. Εκείνοι που το λένε βέβαια εννοούν πως στην κοινοβουλευτική δημοκρατία υπάρχει η διαδικασία των εκλογών νέας Βουλής και άρα νέας Κυβέρνησης. Κάθε φορά που ακούω αυτήν την επίκληση (συνήθως από μεγαλοσχήμονες πολιτικούς) θυμάμαι εκείνο το συνθηματάκι που είχα δει γραμμένο με μαύρο σπρέι σε έναν τοίχο στο κέντρο της Αθήνας: «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή μας θα ήταν παράνομες» !

Ποια λύση δηλαδή μπορούν να δώσουν οι εκλογές πέρα από τη συνέχεια του ίδιου έργου, μια συνέχεια με επιθετικότερο χαρακτήρα αφού μπορεί να βασίζεται στη «νωπή λαϊκή εντολή» και αναιδώς να την επικαλείται; Μα, μια τέτοια «λύση» στο αδιέξοδο που «δεν υπάρχει» δόθηκε και προ διετίας (με πρόωρες μάλιστα κοινοβουλευτικές εκλογές), με το «λεφτά υπάρχουν», με το «πιστόλι στο τραπέζι», με το «σωτήριο μνημόνιο», με «το μνημόνιο ευλογία για τον τόπο» με το «μεσοπρόθεσμο θεσμικό ευαγγέλιο» κτλ., κτλ. Το πολύ που θα μπορούσε να αναμένεται μετά από κάποιες εκλογές είναι μια κάποια «αναδιαπραγμάτευση» με τους τοκογλύφους, δηλαδή μια νέα έκδοση της ίδιας πολιτικής διαδικασίας που αναγνωρίζει και δέχεται τους ίδιους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, τους ίδιους ρόλους, τις ίδιες θέσεις, την ίδια αφετηρία και που επιζητεί απλώς τη δημιουργία εύπεπτων προσχημάτων για να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Μα, θα πει κανείς, υπάρχουν και οι αριστερές «πτέρυγες». Ασφαλώς και υπάρχουν. Φυλάσσουν τους ίδιους θεσμούς, υπηρετούν με πάθος τον «κοινοβουλευτικό» λόγο και την κοινοβουλευτική διαδικασία, τροφοδοτούν σταθερά τους κυβερνητικούς σχηματισμούς με νέο αίμα, συνδράμουν με όλες τους τις δυνάμεις τον επαγγελματικό συνδικαλισμό, τρέφονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και ως φορείς …μοναδικών αληθειών μέμφονται (τουλάχιστον ως απολίτικους) όλους εμάς που μένουμε μακριά και απέναντι (άμα λάχει κάνουν και καμιά «συγκυβέρνηση»…).

Ίσως πάλι εκείνοι που κραυγάζουν πως «δεν υπάρχουν αδιέξοδα στη δημοκρατία» έχουν στο μυαλό τους ότι ήδη υπάρχει η μόνιμη (διαρκής) διέξοδος. Η εκτροπή δηλαδή της δημοκρατίας σε ολιγαρχία. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός της στομφώδους απάρνησης του πολιτικού κόστους, που αποτελεί τον βασικό κινητήριο μοχλό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι όλο και πιο συχνά οι εκπρόσωποι των ηγετικών κλιμακίων των κυβερνητικών σχηματισμών δηλώνουν πως είναι διατεθειμένοι να λάβουν επώδυνα μέτρα, διακηρύσσοντες συνάμα ότι δεν τους ενδιαφέρει το πολιτικό κόστος; Μα η κοινοβουλευτική δημοκρατία βασίζεται σε πολιτικά κόμματα που πολιτεύονται με βάση το πολιτικό κόστος! Εκτιμώ λοιπόν ότι η απάρνηση του πολιτικού κόστους στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αποτελεί το ισοδύναμο ομολογίας προσχώρησης σε φασίζουσα, αν όχι φασιστική, συνολική πολιτική αντίληψη και δράση.

Έστω κι έτσι μπορεί να μην υπάρχουν αδιέξοδα για τη «δημοκρατία», αλλά σίγουρα υπάρχουν για τους υπηκόους της (πολίτες). Και στην Ελληνική δημοκρατία εν προκειμένω υπάρχουν αδιέξοδα για πάνω από το 80 % των υπηκόων της. Για τους άνεργους που πεινάνε και που δεν ελπίζουν σε τίποτα, για τους μισθωτούς και τους μεροκαματιάρηδες που έσφιξαν τη ζώνη μέχρι την τελευταία τρύπα, για τους συνταξιούχους που έχουν πρόσβαση μόνο σε ασπιρίνη, για τους μαγαζάτορες που μαραζώνουν, για τις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις που ανακυκλώνουν τα χρέη τους. Για τους δημοσίους υπαλλήλους που κατασυκοφαντήθηκαν και που έχασαν την προστασία των πολιτικών τους αφεντάδων. Για τους νέους που δεν ελπίζουν παρά μόνο στη μετανάστευση. Για εμάς τους αγρότες και για όλους τους παραγωγούς που δεν ελπίζουμε πουθενά.

Τελικά αυτού του τύπου την κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν τη χωνεύει το στομάχι μου και μάλλον τα περισσότερα στομάχια των ονοματεπώνυμων έχουν δυσκολία να τη χωνέψουν, αν τουλάχιστον υπολογίσει κανείς ως τέτοια δυσπεψία την εξαιρετικά μεγάλη αποχή από την εκλογική διαδικασία, που ασφαλώς θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν δεν συνωστίζονταν με πάθος στις εκλογικές κάλπες οι άνω των 60 ετών (μαζί τους και η μάνα μου ετών 83). Όχι δεν μπορώ και ούτε φιλοδοξώ βεβαίως να περιγράψω το δίκαιο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Υπάρχουν πολλοί καταλληλότεροι γι’ αυτό. Αλλά να, φαντάζομαι πως αυτή η ριμάδα η δημοκρατία ως σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης θα έπρεπε για να δικαιολογεί το όνομά της να μπορεί να εκφράζει με κάποιο τρόπο τα συμφέροντα (όχι μόνο με τη στενή οικονομική έννοια) του 80% και όχι του 20%. Ίσως η αυτοδιοίκηση (ωραίος όρος !) που θα ξεκινούσε από τα όρια της μικρής κοινότητας των 100 κατοίκων. Ίσως οι μικροί δήμοι, η εθελοντική και χωρίς αμοιβή ή άλλα προνόμια ενασχόληση με τα κοινά, ο αποκλεισμός ανεπάγγελτων, ο αποκλεισμός ηλικιών άνω των 50 χρόνων από διαδικασίες εκλογών (ρατσιστικό έ;), η παροχή εκλογικού δικαιώματος στους 16ρηδες, μια ποσόστωση ανάλογη με τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα, κάποια σώματα νεολαίας εργαζομένων και φοιτητών… Ίσως αυτά και άλλα πολλά, αλλά πάντως όχι ολιγαρχία με κοινοβουλευτικό φερετζέ.

Σαν τι να περιμένουμε;

Οι πολιτικοί μας αισιοδοξούν. Οι πολίτες όχι.

Οι πολιτικοί μας αγωνίζονται (και καλά) για την πατρίδα και το λαό της. Οι πολίτες αγωνιζόμαστε να επιβιώσουμε, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να διατρέφουμε πρωτίστως την πολιτική τάξη και τους μηχανισμούς της.

Οι πολιτικοί μας έχουν δεμένο το γάιδαρό τους, αλλά ο δικός μας κοντεύει να ψοφήσει από την αφραγκία, τους φόρους, τα χαράτσια, το άγχος και την αβεβαιότητα.

Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος και ελάχιστα με συνεπαίρνουν οι 24ωροι και 48ωροι αγώνες. Το ότι ο παρασιτικός, αδηφάγος, ακραία γραφειοκρατικός και ανάλγητος δημόσιος τομέας και ιδιαίτερα η δημόσια διοίκηση φαίνεται πως έχει καταρρεύσει δεν προοιωνίζει κάτι θετικό. Έτσι κι αλλιώς οι ριζωμένοι εξουσιαστικοί – εισπρακτικοί (για πάρτη τους) μηχανισμοί συνεχίζουν να δουλεύουν ακάθεκτοι και ανεξέλεγκτοι… Ένα απίστευτα δαιδαλώδες, αντιφατικό και προκλητικά υποκείμενο σε αυθαίρετη ερμηνεία νομικό οπλοστάσιο βρίσκεται στα χέρια των κοράκων της εξουσίας («νομικό πολιτισμό» το λένε οι έχοντες συμφέρον γραμματιζούμενοι), έτοιμο να κατασπαράξει κάθε φυσικό πρόσωπο και κάθε επιχείρηση που υπέπεσε στο «αδίκημα» να χρωστάει στο δημόσιο ή στην τράπεζα, επειδή πολύ απλά δεν έχει να πληρώσει. Αυτή η φάμπρικα όχι μόνο δεν καλμάρει, αλλά στις παρούσες συνθήκες κάνει χρυσές δουλειές.

Το κούρεμα του εθνικού χρέους έρχεται οσονούπω. Είτε 25% είτε 35% είτε 50% η επίσημη πτώχευση δείχνει να μετράει μέρες αντίστροφα. Έτσι μοιάζει μάλλον «φυσιολογικό» το ότι οι τραπεζίτες μας, που το ξέρουν πολύ καλά αυτό το μελλούμενο, αφού έκαναν τις μπάζες τους έγκαιρα, θα ζυγίσουν τώρα τη «ζημιά» κι αν δουν πως τους πέφτει βαριά (γιατί όχι;), τότε τους βλέπω αύριο μεθαύριο να κατεβάζουν τα ρολά στα μαγαζιά τους. Θα φορτώσουν δηλαδή την ανακεφαλαιοποίησή τους (αλλιώς, τα σπασμένα τους) στον κρατικό προϋπολογισμό (διάβαζε, στους φόρους μας) και όλοι οι υπόλοιποι θα φτωχύνουμε κατά 25, 35, 50 κτλ. %. Δεν ξέρω αν ο καπετάνιος (βαρκάρης) του Τιτανικού (ψαρόβαρκας) που ετοιμάζεται να πάει στις ΗΠΑ θα γυρίσει ή θα μείνει εκεί, αλλά δεν θα μου κάνει εντύπωση αν δεν επιστρέψει. Έχει αφήσει πίσω του άξιους αντικαταστάτες, που θα φροντίσουν να ολοκληρώσουν το έργο του. Γιατί είναι σίγουρο ότι το μεροκάματο πρέπει να πάει στο μισό, η ανεργία στο 30%, το δημόσιο να ιδιωτικοποιηθεί (αν και ειδικά αυτό μπορεί να μη συμβεί, αλλά να εκχωρηθεί με συνοπτικές διαδικασίες ολόκληρη η χώρα άρα και η δημόσια της περιουσία), τα σκουπίδια να γίνουν κερδοφόρα μπίζνα, να μπει χαράτσι στο ηλεκτρικό ρεύμα και στο νερό. Πρέπει να μπουν νέοι φόροι, για να πληρωθούν τα σχέδια σωτηρίας που εκπονούν οι τοκογλύφοι, για να γίνουν κι άλλες προσλήψεις κυβερνητικών συμβούλων, να γίνουν προμήθειες στρατιωτικού υλικού, να αγοραστούν δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου, ασπίδες, ρόπαλα και πλαστικές σφαίρες. Πρέπει να μπουν νέοι φόροι για να σωθεί η πατρίς. Άλλωστε, όπως είπε και ο αντί αυτού διαπρεπής συνταγματολόγος, το ότι πτωχεύουν οι Έλληνες δεν είναι ταυτόσημο με την πτώχευση της χώρας. Βοήθειά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.