Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Περί ελαιολάδου

Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες που υποστηρίζουν και εξηγούν τις ευεργετικές επιπτώσεις που έχει στην υγεία του ανθρώπου η λεγόμενη Μεσογειακή διατροφή. Η διατροφή δηλαδή που βασίζεται πρωτίστως στην κατανάλωση τροφών φυτικής προέλευσης, στο ελαιόλαδο, στα φρούτα, στα λαχανικά, στο ψάρι και δευτερευόντως σε περιορισμένη κατανάλωση γαλακτοκομικών, κρέατος και αυγών. Υποθέτω πως όλα αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για προϊόντα παραδοσιακής καλλιέργειας ή εκτροφής και όχι για προϊόντα εντατικών καλλιεργειών ή εκτροφών με χρήση επικίνδυνων φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων και ζωοτροφών παραμόρφωσης.

Η χώρα μας αποτελεί στο σύνολό της τη γεωγραφική περιοχή που είναι το σημείο αναφοράς της Μεσογειακής διατροφής υπό την έννοια ότι έχει τις προϋποθέσεις παραγωγής όλων των συντελεστών της, είτε φυτικής είτε ζωικής προέλευσης. Παρά ταύτα αυτή η χώρα – σημείο αναφοράς της Μεσογειακής διατροφής κατόρθωσε ελέω Κοινής Αγροτικής Πολιτικής να γίνει από αυτάρκης και εξαγωγική (τουλάχιστον στα συγκεκριμένα προϊόντα) εισαγωγική, αφού η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί από χρόνια τώρα να καλύψει τις ανάγκες της. Εισάγονται και καταναλώνονται υποκατάστατα Μεσογειακής διατροφής ΟΛΩΝ των κατηγοριών. Εισάγονται πλέον τεράστιες ποσότητες σε λάδια, λαχανικά, φρούτα, άλευρα, όσπρια, γάλα, κρέας, ψάρια κτλ .

Βιολογικά και άλλα κόλπα

Αξίζει εν προκειμένω να γίνει μια αναφορά στο «φρούτο» της τελευταίας δεκαετίας που ακούει στο όνομα «ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ» γεωργία ή κτηνοτροφία. Η λεγόμενη λοιπόν βιολογική γεωργία / κτηνοτροφία αναπτύχθηκε πάνω στην παραδοχή ότι ήδη η γεωργία και η κτηνοτροφία είχαν συνολικά εκτραπεί σε κατεύθυνση παραγωγής μη υγιεινών προϊόντων μέσω της ανεξέλεγκτης και εκτεταμένης χρήσης χημικών σκευασμάτων, σε βαθμό μάλιστα που ουκ ολίγες φορές έγινε λόγος για διεθνείς διατροφικές βόμβες και τα τοιαύτα. Μάθαμε όλοι ξαφνικά τις διοξίνες, τις αφλατοξίνες, τη μελαμίνη, τη σαλμονέλα και άλλα τέτοια περίεργα. Είδαμε (όταν και για όσο … χρειάστηκε) να παίζει ως πρώτη «είδηση» η θανάτωση χιλιάδων αγελάδων, χοίρων και πουλερικών, για να προληφθεί δήθεν η εξάπλωση ασθενειών που τα ζώα αυτά ήταν φορείς των μικροβίων τους. Αυτό που μάλλον δεν μάθαμε είναι πως οι διεθνείς οικονομικοί κολοσσοί (χημικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες) που παράγουν αυτά τα «κακά» για τη γεωργία και την κτηνοτροφία φάρμακα, λιπάσματα και ενισχυτικά τροφών είναι οι ίδιοι που υποστηρίζουν τις καμπάνιες περί βιολογικής γεωργίας / κτηνοτροφίας, γιατί είναι οι ίδιοι που παράγουν τα «βιολογικά» λιπάσματα, τα «βιολογικά» φάρμακα και τις «βιολογικές» ζωοτροφές. Την ίδια στιγμή, τουλάχιστον μέσω διαφημίσεων και προωθητικών εκπομπών από τα ΜΜΕ, παρέχεται στον καταναλωτή μια εικόνα εντελώς ειδυλλιακή ως προς τα βιολογικά λεγόμενα προϊόντα. Μια εικόνα που επιχειρεί να του περάσει την εντύπωση ότι δεν χρησιμοποιούνται προϊόντα χημείας στη βιολογική καλλιέργεια και πως τα «βιολογικά» κοτόπουλα και τα «βιολογικά» γελάδια βόσκουν χαρούμενα σε … καταπράσινα λιβάδια. Ότι δήθεν τα βιολογικά μαρούλια κι οι βιολογικές ντομάτες παράγονται μόνο με το νεράκι της φύσης, κ.ο.κ. Αμ δε! Αν βιολογικό σημαίνει λιγότερο κακό, τότε μπορώ να συμφωνήσω. Αλλά και το λιγότερο κακό επίσης κακό είναι.

Λογικά πάντως τίθεται ένα καινούργιο ερώτημα. Υπάρχει Μεσογειακή διατροφή και Μεσογειακή ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ διατροφή; Έλα, ντε! Αν υποθέσουμε ότι το ελαιόλαδο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τον πυρήνα της Μεσογειακής διατροφής τότε μάλλον η απάντηση είναι καταφατική, αφού πλέον το ελαιόλαδο διαχωρίζεται (με κοινοτικές ντιρεκτίβες παρακαλώ) σε βιολογικό και μη. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για όλα σχεδόν τα προϊόντα που συνθέτουν αυτό που χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακή διατροφή.

Όταν συσκευάζω το λάδι παραγωγής μου (αμέσως μετά την παραγωγή του) πάνω στις ετικέτες των μπουκαλιών γράφω «αυθεντικό ελαιόλαδο παραδοσιακής καλλιέργειας» και σημειώνω όλους τους βασικούς δείκτες ποιότητας όπως προκύπτουν από τις μετρήσεις του χημικού εργαστηρίου του ebloko.gr. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μεν πραγματικός αλλά είναι μη νόμιμος, ως μη προβλεπόμενος από τις κείμενες σχετικές διατάξεις, οπότε και μη εμπορικός! Με αυτόν δηλαδή τον πραγματικό προσδιορισμό δεν εντάσσεται το προϊόν σε εμπορική – ποιοτική κατηγορία και άρα δεν είναι εμπορεύσιμο. Εν πάση περιπτώσει για την ώρα δεν με απασχολεί η εμπορία του, αφού μου έλαχε η ευχέρεια να μην εξαρτώ το βιοπορισμό μου από την πώλησή του αλλά να το δωρίζω στους ανθρώπους του ebloko.gr και της Γενικής Ταχυδρομικής, σε συνεργάτες και σε φίλους, ελπίζοντας ότι δεν θα ξυπνήσει μια μέρα κανένας θερμοκέφαλος που θα νομοθετήσει απαγόρευση ακόμα και της ιδιόχρησης του ελαιολάδου που ακολουθεί πραγματική ονοματοδοσία και δίωξη της αφεντιάς μου, διότι «δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις».

Τι λάδι τρώμε;

Για το ελαιόλαδο, όπως και για πολλά άλλα προϊόντα, νομίζω ότι έχει τεχνηέντως δημιουργηθεί σοβαρή παραπλάνηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό με σκοπό τον ασφυκτικό έλεγχο της εμπορίας του έτσι, ώστε η τιμή παραγωγού να παραμένει σχεδόν κάτω από εκείνη του πραγματικού κόστους και η τιμή καταναλωτή να διαμορφώνεται πολύ υψηλότερη και δη σε ύψος που να επιτρέπει την εισαγωγή και εμπορία επεξεργασμένων φυτικών αλλά και ζωικών ελαίων. Ταυτόχρονα οι κρατικές αρχές επιδόθηκαν ή επέτρεψαν μακρόχρονες και άκρως συκοφαντικές για τους ελαιοπαραγωγούς καμπάνιες με σκοπό να αποτρέψουν την απευθείας πώληση σε καταναλωτές κατηγορώντας τους ξεδιάντροπα για νοθεία. Όμως ενώ βρέθηκαν κονδύλια για δυσφήμιση των ελαιοπαραγωγών δεν υπήρξε κανένα κονδύλι για την επιμόρφωσή τους ως προς την καλλιέργεια και πολύ περισσότερο για τη διαχείριση του προϊόντος. Έτσι δεν είναι λίγοι οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί που, μέσα στην αγωνία επιβίωσης, παραλαμβάνουν το λάδι τους από τα ελαιοτριβεία και χωρίς να μετρήσουν ποιότητα, χωρίς να το υποβάλουν έστω σε μια απλή διήθηση, το «συσκευάζουν» σε δοχεία – κουβάδες 16-17 λίτρων και προσπαθούν να το πουλήσουν μέσω συγγενών και γνωστών. Κανονική αυτοδυσφήμιση δηλαδή με την κυκλοφορία αυθεντικού και πιθανώς κορυφαίου ποιοτικά προϊόντος κατά τρόπο που εμπεριέχει κινδύνους για τον καταναλωτή, ενώ συνήθως η τιμή που επιδιώκεται τείνει να ευθυγραμμίζεται με εκείνη της λιανικής πώλησης που καθορίζουν οι μεγαλολαδέμποροι (η τιμή αυτή κυμαίνεται σήμερα γύρω στα 4.0 - 4,5 € ανά κιλό χύμα - «μαύρα» βεβαίως ). Αν και θα στενοχωρήσω πολλούς φίλους παραγωγούς, οφείλω να πω ότι, με βάση την όποια εμπειρία έχω έως σήμερα αποκομίσει, η προώθηση – πώληση του λαδιού με αυτόν τον τρόπο συνιστά ένα μικρό διατροφικό έγκλημα, ενώ εκ των πραγμάτων λειτουργεί σαν βούτυρο στο ψωμί το μεγαλολαδέμπορων.

Καλλιέργεια: Ατυχώς ένας πολύ μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων ελαιοπαραγωγών έχει εξ ανάγκης υιοθετήσει τη μέθοδο «μη καλλιέργεια» ή ακόμα χειρότερα τη μέθοδο «ψεκάστε, τελειώσατε» με αποτέλεσμα το προϊόν που παράγεται να είναι υποβαθμισμένο, ενώ δεν αποκλείεται να είναι σε κάποιες περιπτώσεις και επικίνδυνο εξαιτίας κυρίως της ανεξέλεγκτης και παντελώς αδικαιολόγητης χρήσης ισχυρών φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων. Η χρήση ισχυρών δηλητηρίων προσφέρει μεν μια φτηνή και αποτελεσματική λύση για την καταπολέμηση των ζιζανίων του εδάφους, αλλά έχουμε ήδη περιπτώσεις εντοπισμού τοξικών υπολειμμάτων στο τελικό προϊόν (λάδι). Ο κίνδυνος αυτός συνήθως παραμελείται, αφού οι διαδικασίες ελέγχου του προϊόντος (όταν γίνονται) αρχίζουν και τελειώνουν με μια βασική κλασική ανάλυση (οξέα, υπεροξείδια, και Κ δείκτες) και δεν επεκτείνονται (γενικευμένα) σε έλεγχο υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων.

Τα πράγματα δεν είναι γενικώς καλύτερα και όσον αφορά στη χρήση χημικών λιπασμάτων. Η χρήση ζωικών λιπασμάτων (κοπριάς) έχει εξαφανιστεί, ενώ η χρήση χημικών λιπασμάτων δεν βασίζεται σε προηγούμενη ανάλυση εδάφους, ώστε να διακριβωθεί η έλλειψη στοιχείων και η ανάλογη ενίσχυσή του μέσω συγκεκριμένου χημικού λιπάσματος σε ορισμένη αναγκαία ποσότητα. Έτσι τα χημικά λιπάσματα χρησιμοποιούνται στην τύχη, από πείρα, από συνήθεια ή γιατί αυτά προωθούνται στην αγορά, και χρησιμοποιούνται σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες. Τίποτα καλό δεν προκύπτει από μια τέτοια χρήση για το δέντρο, τον καρπό, το έδαφος, το υπέδαφος και τα υπόγεια νερά.

Είναι σημαντικό να ξέρει κανείς ότι τόσο τα γεωργικά φάρμακα, όσο και τα χημικά λιπάσματα πουλιούνται ελεύθερα χωρίς συνταγή «γιατρού» (γεωπόνου). Όποιος θέλει αγοράζει ό,τι θέλει και το χρησιμοποιεί όπου, όπως και όσο θέλει !

Συγκομιδή: Για λόγους που ουδέποτε μπόρεσα επαρκώς να καταλάβω έχει γίνει αποδεκτό ότι τα ελαιόδεντρα παράγουν καρπό ανά δύο χρόνια. Πράγματι αυτό, το κατά την άποψή μου παράδοξο, ισχύει για τους περισσότερους ελαιώνες σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές. Ο ραβδισμός διαφόρων τύπων, που αποτελεί τη βασική μέθοδο συγκομιδής, σε συνδυασμό με το άκαιρο και βλαπτικό κλάδεμα των δέντρων (δηλαδή αντί να κλαδευτούν κατά την περίοδο της συγκομιδής κλαδεύονται αργότερα την άνοιξη) και κυρίως η όψιμη συγκομιδή προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη παραγωγή εξαιτίας πιο ώριμων καρπών σε συνδυασμό με την θρεπτική κατάσταση του εδάφους, θεωρώ, εκ πείρας, ότι αποτελούν τις βασικές αιτίες αυτής της ανωμαλίας.

Σε κάθε περίπτωση η συγκομιδή επιδρά αρνητικά στην ποιότητα του τελικού προϊόντος, εάν δεν τηρηθούν κάποιοι, στοιχειώδεις τουλάχιστον, όροι. Το ελάχιστο που χρειάζεται είναι προσοχή ώστε οι καρποί να μην πληγώνονται από τον ραβδισμό, να μην παραμένουν περισσότερο από 48 ώρες στο σακί μέχρι την έκθλιψή τους και οπωσδήποτε να μη συλλέγονται βρεγμένοι. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τους περισσότερους παραγωγούς. Πολλοί τα αγνοούν εντελώς.

Έκθλιψη– Ελαιοποίηση: Στις προσόψεις και τις εισόδους των περισσότερων ελαιοτριβείων θα δει κανείς πινακίδες – επιγραφές με διάφορα ακαταλαβίστικα σήματα και νούμερα που «πιστοποιούν» το ελαιοτριβείο κατά ISO, συστήματα HACCP, συστήματα τυποποίησης, βιολογικής έκθλιψης και άλλα τέτοια χαρούμενα. Δυστυχώς η μέχρι σήμερα εμπειρία μου από τη ζωή σε μια από τις πιο σημαντικές περιοχές ελαιοπαραγωγής, λέει ότι η ποιότητα ως προς την έκθλιψη– ελαιοποίηση αρχίζει και τελειώνει στην πινακίδα σήμανσης. Οι εξαιρέσεις, εξ όσων γνωρίζω, ελάχιστες.

Το διεφθαρμένο δημόσιο (για την ακρίβεια, οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι ελεγκτές) έχει βάλει και εδώ τη σφραγίδα του. Προδιαγραφές εγκαταστάσεων μόνο στα χαρτιά (με στρογγυλές σφραγίδες παρακαλώ) με κυριότερη την πιστοποίηση ουσιαστικά ανύπαρκτων συστημάτων διαχείρισης στερεών και υγρών αποβλήτων. Περιοδικοί έλεγχοι από το τηλέφωνο (εντάξει, με αντάλλαγμα λάδι). Τα δοχεία - κουβάδες υποτίθεται ότι απαγορεύονται, αλλά καθημερινά γεμίζουν και φεύγουν εκατοντάδες. Ο εργάτης που ξεφορτώνει τα σακιά με τις ελιές λίγο μετά δουλεύει στην παραλαβή ελαιολάδου από τους διαχωριστήρες (γάντια; Τι είναι αυτό;). Εν τέλει λάδια διαφορετικής ποιότητας, από άριστα έως παγόπληκτα, ομογενοποιούνται σε μεγάλες δεξαμενές περιμένοντας τον λαδέμπορα.

Η εμπορία: Ίσως η πιο σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης «ελαιόλαδο». Πολλά λέγονται, πολλά ακούγονται αλλά επισήμως ουδέν. Πάντως σύμφωνα με προσωπικά ακούσματα, που τα θεωρώ αξιόπιστα, κανείς εκτός κυκλώματος δεν τολμά να εξάγει δεύτερο βυτίο χύμα λαδιού κατά Ιταλία μεριά. Το πρώτο περνάει με προειδοποίηση, αλλά στο δεύτερο εξαφανίζεται το βυτίο με το λάδι και το φορτηγό μαζί. Μαφία λαδιού; Δεν μοιάζει απίθανο, αφού το ελληνικό λάδι φαίνεται να είναι περιζήτητο στις ιταλικές βιομηχανίες επεξεργασίας – τυποποίησης ελαιολάδου που ελέγχουν τον εφοδιασμό της αμερικάνικης αγοράς και όχι μόνο.

Από την άλλη πάλι νομίζω πως η επιστήμη (της χημείας εν προκειμένω) κάπου βάζει το χεράκι της στα στάδια ομογενοποίησης και τυποποίησης. Ας προσπαθήσει να εξηγήσει κανείς πώς αλλιώς είναι δυνατόν λάδια -φίρμες που κατακλύζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ και που πλασάρονται τηλεοπτικά με διάφορα βουκολικού τύπου ονόματα, να έχουν ανεξαρτήτως χρόνου, εποχής, προέλευσης το ίδιο χρώμα και την ίδια γεύση! Δεν έχω παραπάνω στοιχεία και γνώσεις αλλά κάτι μου βρωμάει. Ίσως είναι χρήσιμο να ξέρει κανείς ότι η σχετική … πρόοδος της χημείας βρίσκεται ήδη στο σημείο να μπορεί να δημιουργήσει 100% εργαστηριακό «ελαιόλαδο».

Υπάρχει και καλή πλευρά: Αλλά δεν είναι όλα μαύρα γύρω από το ελαιόλαδο. Υπάρχουν σε όλα τα στάδια εμπλεκόμενοι που διαφέρουν από τον μέσο όρο. Υπάρχουν παραγωγοί , ιδιαίτερα ανάμεσα στους λίγους νεώτερους που απέμειναν, που καλλιεργούν συστηματικά, με γνώση, σκέψη και επιστημοσύνη. Όπως υπάρχουν και μονάδες έκθλιψης – ελαιοποίησης που τηρούν σχολαστικά τις διαδικασίες υγιεινής διαχείρισης του προϊόντος και προστασίας του περιβάλλοντος. Πολύ θετικό είναι επίσης το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται μικρές τοπικές βιομηχανίες που επιχειρούν στην τυποποίηση του ελαιολάδου, αν και φαίνεται να σκοντάφτουν στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στην εμπορία του. Στο ebloko.gr έχουν φτάσει προϊόντα από αρκετές τέτοιες προσπάθειες. Λάδια από μικρές μονάδες – κυρίως της Πελοποννήσου και της Κρήτης – εξαιρετικής ποιότητας, τυποποιημένα σωστά, απλά και καλαίσθητα. Έτσι στο «πακέτο λαδιού» του ebloko.gr υπάρχουν πάντοτε ελαιόλαδα αυτής της κατηγορίας, δηλαδή ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ και ΑΡΙΣΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ, σε συσκευασία 3 λίτρων και με τελική τιμή (περιλαμβάνει δηλαδή ΦΠΑ και μεταφορικά) 4,6 € ανά λίτρο.


Όσα (πιθανώς) χρειάζεται να ξέρει κανείς για το ελαιόλαδο

Οξύτητα: Προσδιορίζει την περιεκτικότητα «ελεύθερων λιπαρών» οξέων (κυρίως του ελαϊκού οξέος) στο ελαιόλαδο. Όσο μικρότερη είναι η περιεκτικότητα σε οξέα τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα του ελαιολάδου. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς η καλύτερη ποιότητα ελαιολάδου, δηλαδή το "εξαιρετικό παρθένο" πρέπει να έχει περιεκτικότητα σε οξέα μεταξύ 0,1% και 0,8%.

Η μέτρηση της οξύτητας αποτελούσε και συνεχίζει (δυστυχώς) να αποτελεί την κρίσιμη (σε πολλές περιπτώσεις και μοναδική) παράμετρο για τον προσδιορισμό της ποιότητας του ελαιολάδου. Λάδια με αυξημένη οξύτητα παράγονται κυρίως από υπερώριμο καρπό ή καρπό προσβεβλημένο από αρρώστιες ή από καρπό που είτε χρησιμοποιήθηκε για τη συγκομιδή του εκτεταμένος ραβδισμός είτε μετά τη συγκομιδή του παρέμεινε στο σακί για αρκετές ημέρες και χωρίς αερισμό πριν από την έκθλιψή του.

Υπεροξείδια: Ο αριθμός υπεροξειδίων προσδιορίζει τον βαθμό οξείδωσης του ελαιολάδου σε πρωταρχικό στάδιο. Τα υπεροξείδια είναι χημικές ενώσεις που δημιουργούνται από την αντίδραση κυρίως του οξυγόνου με το ελαιόλαδο. Όσο χαμηλότερος είναι ο αριθμός υπεροξειδίων τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα. Για ένα άριστο – καλοδιατηρημένο και φρέσκο ελαιόλαδο ο αριθμός υπεροξειδίων δεν πρέπει να υπερβαίνει σε αρχικό στάδιο το 10, με μέγιστο επιτρεπόμενο για το έξτρα παρθένο το 20 (ο αριθμός εκφράζει χιλιοϊσοδύναμα Ο2 ανά κιλό λαδιού) . Ο αριθμός υπεροξειδίων αυξάνεται και άρα το λάδι υποβαθμίζεται επικίνδυνα (η αλλοίωση της γεύσης είναι εμφανέστατη), όταν το προϊόν βρίσκεται σε επαφή με τον αέρα (οξυγόνο). Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο το ελαιόλαδο πρέπει να συσκευάζεται και να συντηρείται σε μικρές συσκευασίες. Πρακτικά θα έλεγα ότι το περιεχόμενο μιας συσκευασίας ελαιολάδου (π.χ. ενός ή τριών λίτρων) θα πρέπει να καταναλώνεται το πολύ σε 20 ημέρες από την ημέρα που η συσκευασία ανοίγεται.

Οι δείκτες Κ (απορρόφηση στο υπεριώδες – Κ232, Κ270 & ΔΚ) :

Δείκτης Κ232:
Εκφράζει το ενδιάμεσο ποσοστό οξείδωσης των συστατικών του ελαιολάδου, όταν αυτό ελεγχθεί με φως μήκους κύματος 232 nm. Όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα του ελαιολάδου. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, το χαρακτηριζόμενο ως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο πρέπει να έχει τιμές Κ232 μικρότερες ή ίσες του 2,5.

Δείκτης Κ270: Εκφράζει το ποσοστό μείωσης της ανθεκτικότητας στην οξείδωση, όταν το ελαιόλαδο ελεγχθεί με φως μήκους κύματος 270 nm. Όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη τόσο καλύτερο (εν προκειμένω και φρέσκο) είναι το ελαιόλαδο. Μεγάλες τιμές του δείκτη αναφέρονται σε ελαιόλαδα παλιά ή αναμεμειγμένα με παλιά. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, το χαρακτηριζόμενο ως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο πρέπει να έχει τιμές Κ270 μικρότερες ή ίσες του 0,22.

Δείκτης ΔΚ: Αποτελεί βασικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της ποιότητας (και της καθαρότητας) του ελαιολάδου. Προκύπτει από μαθηματική σχέση των τιμών Κ266, Κ274 και Κ270 και δείχνει κάθε ανάμειξη με άλλο ελαιόλαδο που δεν είναι εξαιρετικό παρθένο. Για το εξαιρετικό παρθένο η τιμή του δείκτη θα πρέπει να είναι αρνητική (ανώτατο όριο 0,01).

Κατηγορίες – Ονομασίες

Αν και δεν θα έπρεπε να μιλάμε για κανένα άλλο ελαιόλαδο πλην του ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ – «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΠΑΡΘΕΝΟΥ», ωστόσο στην αγορά συναντάμε ελαιόλαδα με κάποιες άλλες ονομασίες που ορίζουν χαμηλότερες κατηγορίες ποιότητας.

Πλην του «εξαιρετικά παρθένου» συνήθως απαντώνται και τα «παρθένο», «λαμπάντε», «εξευγενισμένο», και «σύνθετο». Πρόκειται για ελαιόλαδα επεξεργασμένα ή μη αλλά έτσι κι αλλιώς χαμηλής ποιότητας.

Τα ελαιόλαδα υποβαθμισμένης ποιότητας και ασφαλώς τα εισαγόμενα σπορέλαια δεν πρέπει να έχουν θέση στο ελληνικό σπίτι. Με τις όποιες αδυναμίες τους οι Έλληνες παραγωγοί συνεχίζουν να παράγουν το κορυφαίο ελαιόλαδο της Μεσογείου. Συνεχίζουμε να παράγουμε το κατεξοχήν εθνικό, αγροτικό προϊόν σε ποιότητα άριστη και σε ποσότητα που το 1/3 της αρκεί για την εγχώρια κατανάλωση και το υπόλοιπο θα μπορούσε να εξάγεται τυποποιημένο σε όλο τον κόσμο, με θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία.

Παρά ταύτα όλο και λιγότερος κόσμος μπορεί να αγοράζει αποκλειστικά και μόνο το πανάκριβο (για τα ελληνικά δεδομένα) αυθεντικό – εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, τη στιγμή που οι παραγωγοί το πουλάνε στο κόστος, οι ενδιάμεσοι θησαυρίζουν και η εξαγωγή του έχει γίνει και επικερδής μπίζνα Ιταλών λαδέμπορων που το αγοράζουν χύμα με τον τόνο και το πουλάνε συσκευασμένο με το μισόλιτρο. Αυτό όμως είναι το αποτέλεσμα για το εθνικό προϊόν της «Κοινής Αγροτικής Πολιτικής», που δουλικά υπηρέτησαν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Τάζανε χρυσά κουτάλια, ξεγελάσανε τον κόσμο με μπιχλιμπίδια και χαρτζιλίκια και τώρα φτάσαμε να τρώμε τα υποπροϊόντα των «κοινοτικών εταίρων», που για να τα αγοράσουμε «μας» δίνουν τοκογλυφικά δανεικά από τα κλεψιμέικα των τελευταίων 30 χρόνων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.